Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Η Κρήτη των θρύλων και των Μύθων του λαογράφου Λευτέρη Χαρωνίτη



Ο θρύλος, λένε, δεν είναι τίποτα παραπάνω από τη τρυφερή πλευρά της ιστορίας, ή αλλιώς πως κάποια όμορφα, αληθινά γεγονότα που επειδή τα άλλα, τα σκληρά, δεν άφησαν χώρο για να καταχωρηθούν στις σελίδες της κι αυτά, πέρασαν στη συνείδηση του κόσμου δια ζώσης, από στόμα σε στόμα…..

Η Κρήτη, μέσα από το χιλιόχρονο βάδην της στην ιστορία, έχει αφήσει πίσω της δεκάδες τέτοιους θρύλους και παρά το ότι η πλειονότητα της σύγχρονης ανθρωπότητας πλέον τους αμφισβητεί, οι θρύλοι της εξακολουθούν να βρίσκονται ολοζώντανοι στη καρδιά του λαού της έχοντας μάλιστα τη δύναμη ακόμα να συγκινούν.
Είτε έτσι ωστόσο είτε αλλιώς, είτε τους πιστεύετε δηλαδή είτε όχι, δε χάνετε τίποτα κάποια στιγμή αντί να πάρετε τον εθνικό για μια εκδρομή οπουδήποτε αλλού, να πάρετε μονοπάτια και παραλίμνιους δρόμους και να οδοιπορήσετε στη Κρήτη των θρύλων , και που ξέρετε; Ίσως και να είστε από τους τυχερούς που η καρδιά σας θα είναι άξια να ακούσει και να δεχτεί τις μυστικές φωνές των θρύλων…
Εμείς πάντως κάνουμε την αρχή υποδεικνύοντας σας κάποια μέρη του νησιού τα οποία έχουν χαραχτεί έντονα με τη σφραγίδα κάποιου θρύλου με τη πεποίθηση ότι θα γοητευτείτε και θα ψάξετε μόνοι σας να βρείτε όλα τα υπόλοιπα μια κι απ’ άκρη ως άκρη το νησί της Κρήτης είναι γεμάτο από θρύλους!
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το οδοιπορικό μας από το Νομό Ηρακλείου και το:


ΒΟΥΛΙΣΜΕΝΟ ΑΛΩΝΙ

Στους πρόποδες του Στρούμπουλα, δίπλα στο παλιό εθνικό, στο 14ο χιλιόμετρο προς Ρέθυμνο, υπάρχει ένα μεγάλο κυκλικό βύθισμα της γης , γνωστό με την ονομασία «το Βουλισμένο αλώνι.»
Για το ασυνήθιστο τούτο βούλισμα οι ειδικοί λένε πως πρόκειται για «δολίνη που σχηματίστηκε από κατάρρευση υπογείου σπηλαίου κατά το τεταρτογενές», όμως οι άνθρωποι των γύρων περιοχών υποστηρίζουν πως πραγματικά σ’ εκείνο το μέρος υπήρχε ένα πραγματικό αλώνι κάποτε που χάθηκε μαζί με τον αφέντη του.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή ή έστω περίπου από την αρχή:
Σ’ αλλοτινούς καιρούς, μια χρονιά εύφορη και γεμάτη από σοδειά, ξημέρωνε μέρα του Προφήτη Ηλία, μέρα γιορτινή που κανείς δεν έπρεπε να δουλεύει.
Ο νοικοκύρης όμως του μεγάλου αλωνιού δεν είχε διάθεση να χάσει τη μέρα του γι’ αυτό και « σηκωθείτε, θα πάμε να αλωνίσουμε» είπε στη γυναίκα του και στη κόρη του με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση.
«Τέτοια μέρα; Θα μας κάψει ο Θεός» τόλμησε να ξεστομίσει η γυναίκα του όμως εκείνος «οι άγιοι έχουν τις δουλειές τους κι εγώ τη δικιά μου» την αποστόμωσε και δίχως άλλη κουβέντα τις υποχρέωσε να πάνε στο αλώνι.
Με το που έφτασαν, έζεψαν τα βόδια, κάθισε πάνω στο βολόσυρο η μοναχοκόρη του αρχίζοντας να αλωνίζει ενώ η φωνή της τραγουδιστή αντηχούσε στα τρίγυρα:
«Γύρω γειά τωνε
κι όλα τ’ άχερα δικάντωνε…»
Εκείνοι έβαζαν δεμάτια κι ανασήκωναν τα στάχυα, «Γύρω γειά τωνε…» πήγε να ξαναρχίσει η κόρη, όμως προτού καν ολοκληρώσει το δίστιχο ένας φοβερός κρότος ακούστηκε. Τρομαγμένοι όλοι κοίταξαν να δουν από πού έρχεται ο θόρυβος μα δυστυχώς δεν πρόλαβαν ούτε να κινηθούν και το αλώνι βούλιαξε χώνοντας ανθρώπους και ζώα στα άπατα της γης αφού ο προφήτης έτσι θέλησε να τιμωρήσει τους ανθρώπους που δεν σεβάστηκαν τη μέρα του.
Κάποιοι λένε πως ο νοικοκύρης του αλωνιού ήταν παπάς που αντί να λειτουργήσει εκείνη τη μέρα έτρεξε στο αλώνι, κανείς δε ξέρει.
Κάποιοι ισχυρίζονται πάντως κάθε χρονιά στις 30 Ιουλίου, ακούγεται καθαρά το τρίξιμο που κάνουν τα στάχυα καθώς ανακατεύονται από το νοικοκύρη και τη γυναίκα του όπως επίσης και το τραγούδι της θυγατέρας «γύρω γειά τωνε
κι όλα τ’ άχερα δικάντωνε…»
Κι αν εσείς δε το ακούσετε όταν πάτε, μάλλον θα φταίει οι ήχοι από τα λογής τροχοφόρα που πήραν τη θέση των παλιών διώχνοντας όλα όσα έφερναν οι θρύλοι στα καρδιά και στα αυτιά των ανθρώπων…

ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ ΤΟ ΧΑΡΑΚΙ

Πλησίον του χωριού Άγιος Μύρων της επαρχίας Μαλεβυζίου του νομού Ηρακλείου, υπάρχει ένας παράξενος λόφος που οι ντόπιοι τον ονομάζουν «Του Δράκου το χαράκι» Εξωτερικά σκεπάζεται με λίγο χώμα, υπάρχουν κάποιοι θάμνοι και κάποιες καλλιέργειες δίπλα του, και γενικά δίδει την εντύπωση συνηθισμένου τοπίου, ωστόσο ο βράχος αυτός κάθε άλλο από συνηθισμένος είναι. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένα σημεία του όγκου του έχει τρύπες και σχισμάδες κι αν τον πλησιάσει κανείς να ακούσει ένα παράξενο «φύσημα». Το χειμώνα πριν από κάθε κακοκαιρία το φύσημα γίνεται έντονο, παίρνει τη μορφή βοής κι από μέσα του βγαίνουν φυσαλίδες σαν άσπρος αφρός με αποτέλεσμα να αποτελεί ένα αλάνθαστο προγνώστη του καιρού. Κι επειδή στη περιοχή κάνει συχνά δυνατές κακοκαιρίες και βροχές, ο βράχος με τη βοή του μοιάζει σαν να φοβερίζει τους ανθρώπους που αποφεύγουν να τον πλησιάσουν.
Σύμφωνα λοιπόν με το θρύλο, ο σημερινός Άγιος Μύρωνας -ένα από τα λίγα χωριά που μπορεί να υπερηφανεύεται πως στα χώματα του γεννήθηκε ένας Άγιος, ο άγιος από τον οποίο απέκτησε και το όνομα του- ονομάζονταν κάποτε Ραύκος.
Σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες πολλών αρχαίων συγγραφέων η Ραύκος ήταν μια από τις πλουσιότερες πολιτείες της αρχαίας Κρήτης, με ιστορία που χάνεται στα βάθη των αιώνων, κι οι κάτοικοι της θα ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι αν δεν υπήρχε το θεριό. Ο δράκος, ένα φοβερό τέρας που ανεβοκατέβαινε συχνά πυκνά στη πόλη τους τρώγοντας ανθρώπους και ζώα.
Τον καιρό που έγινε το «θαύμα» το οποίο στη συνέχεια πέρασε στη σφαίρα του θρύλου, επίσκοπος στη Ραύκο ήταν ο Μύρωνας και μια Κυριακή που λειτουργούσε ακούστηκε το μουγκρητό του θεριού που πάγωσε τα αίματα των κατοίκων.
Ο Επίσκοπος όμως τους καθησύχασε και δίνοντας τους τη πατερίτσα του τους είπε να τρέξουν και να χτυπήσουν με αυτή το θεριό ίσαμε να τελειώσει τη λειτουργία και κατόπιν να πάει ο ίδιος.
Έτσι και έγινε, χτύπησαν με τη πατερίτσα του επισκόπου οι κάτοικοι της Ραύκου το θεριό που αμέσως πετρώθηκε, κι εκείνος όταν πήγε στο σημείο που είχε απολιθωθεί, έτριξε μια πέτρα και στη συνέχεια αμέτρητες πέτρες μαζεύτηκαν από μόνες τους πάνω του, το σκέπασαν με αποτέλεσμα να σχηματιστεί ένας μεγάλος σωρός σαν λόφος που μέχρι σήμερα ακούγεται του «Δράκου το χαράκι».
Επιπλέον, η σπηλιά που για όλη του τη ζωή ασκήτεψε ο Άγιος, και η οποία σήμερα έχει γίνει τόπος ιερού προσκυνήματος, αναβλύζει νερό μέσα από μια κοιλότητα που βρίσκεται στο δυτικό της τοίχωμα, και το νερό αυτό ούτε πληθαίνει μα ούτε και λιγοστεύει όσο κι αν πάρουν. Λέγεται πως όποιος δεν έχει καθαρή καρδιά όσο κι αν σκύψει για να πάρει αγίασμα δε το καταφέρνει, το νερό γι’ αυτόν είναι σαν να βρίσκεται στο βάθος της γης, ενώ αντίθετα για τους καλούς και για τα παιδιά, είναι σαν να βρίσκεται στην επιφάνεια εκείνης της κοιλότητας.
Οι περισσότεροι βέβαια άνθρωποι πια ξέρουν καλά πως του «Δράκου το χαράκι» δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα απλό φυσικό φαινόμενο όπου από κάπου περνά αέρας και δημιουργεί το φύσημα καθώς επίσης ότι και αυτό που φαίνεται σαν απολιθωμένο κεφάλι θεριού είναι μονάχα ένας απλός σταλακτίτης.
Υπάρχουν και κάποιοι όμως που αν εσύ επιμένεις να τους περάσεις αυτή τη θεωρία σε κοιτάζουν κουνώντας το κεφάλι σαν να σε οικτίρουν που δεν ασπάζεσαι τα θαύματα του Αγίου.

ΤΣΗ ΓΡΑΣ ΤΑ ΤΥΡΙΑ

Πριν δέκα περίπου εκατομμύρια χρόνια, σε μια εποχή που οι γεωλόγοι έχουν ονομάσει «Πλειόκαινο» σχηματίστηκαν κάποια ασβεστολιθικά πετρώματα κάποια περιοχή του χωριού Πρινιάς Μαλεβυζίου. Στα εκατομμύρια χρόνια που πέρασαν στη πορεία, τα πετρώματα αυτά φαγώθηκαν από το νερό και τον αέρα κι έμειναν μόνο μερικά υπολείπατε που από ιδιορυθμία της φύσης στρογγυλοποιήθηκαν παίρνοντας ένα σχήμα τεράστιων άρτων ή τεράστιων τυριών.
Από τότε οι αιώνες έρχονταν κι έφευγαν, όλα, άνθρωποι και περιβάλλον, αλλάζων και διαβρώνονταν στο διάβα τους και τα μόνα που παρέμεναν αναλλοίωτα ήταν τα «πετρώματα του πλειοκαινικού ασβεστολίθου» που οι ανάγκες του λαού τους φόρεσαν το ρούχο του θρύλου ονομάζοντας τα « τση γρας τα τυριά» ή «τση μάνας του Διγενή τα τυριά αφού λογικά μόνο μι γυναίκα που θα γεννούσε ένα γιο σα το Διγενή θα είχε και τη δύναμη να τα πλάσει.


ΝΟΜΟΣ ΛΑΣΙΘΙΟΥ

Η ΒΡΥΣΗ ΤΣΗ ΣΟΥΦΑΙΝΑΣ
Αναμεσίς της Παχειάς Άμμου και το Πάνω Χωριό της Ιεράπετρας, υπάρχει ένας μικρός οικισμός που ονομάζεται «Μοναστηράκι» το οποίο κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, όπως κι όλα τα υπόλοιπα μέρη της Κρήτης εξουσιάζονταν κι αυτό από τους Τούρκους.
Κάποια εποχή λοιπόν στο Μοναστηράκι διαφέντευε ένας Αγάς ονόματι Γουσούφ, όμως καμιά επίσημη ή ανεπίσημη ιστορία δεν συγκράτησε τίποτα άλλο γι’ αυτόν , αντίθετα από την γυναίκα του τη Γιουσούφαινα, ή πιο απλά Σούφαινα, που εξακολουθεί να ζει μέσα από ένα τοπωνύμιο που βρίσκεται στα μισά περίπου του παλιού δρόμου που οδηγεί από το Μοναστηράκι στο οροπέδιο της Θριφτής.
Ο θρύλος λοιπόν τη Σούφαινα την έχει διασώσει ως μια γυναίκα αντίθετης μεν πίστης αλλά αγίας κατά όλα τα υπόλοιπα αφού η ανθρωπιά και η καλωσυνη της ήταν τόσο μεγάλα που όταν κάποτε άρχισε μπρος τα μάτια της να γίνεται κατολίσθηση ενός τεράστιου βράχου από το βουνό προς το χωριό, η άμεση αντίδραση της με προσευχή και επίκληση στο Αι Γιώργη των Χριστιανών ήταν η αιτία που σταμάτησε το κακό.
«Αι Γιώργη κάμε το θαύμα σου και σώσε το χωριό» ψιθύρισε κι αμέσως ο βράχος κόλλησε αναπάντεχα στο χώμα λες και κάποιο αόρατο χέρι τον ακούμπησε εκεί δα.
Εκεί που βρίσκεται έως και σήμερα.
Η γυναίκα συγκλονισμένη συνειδητοποίησε πως ο Άγιος άκουσε τη μυστική δέηση της κι έκτοτε πήρε τη μεγάλη απόφαση να χαρίσει όλα της τα υπάρχοντα και να ζήσει πλέον δίχως πλούτη και μεγαλεία.
Πριν όμως παρακάλεσε τους χωριανούς να της κάμουν τη τελευταία χάρη που θα τους ζητούσε: Να μεταφέρουν δηλαδή το νερό από το καβούσι της πλαγιάς στο δρόμο που πήγαινε προς τη Θριφτή για να ξεδιψάζουν οι περαστικοί. Θα ήταν λέει το καλύτερο «γλυκάτο» που θα μπορούσε να τους προσφέρει στον αιώνα τον άπαντα και ίσως να της το λογάριαζε ο Αλλάχ ή ακόμα κι ο Αι Γιώργης στην άλλη ζωή….
Η Σούφαινα βέβαια δεν είχε υπολογίσει καλά αφού ο αυτοκινητόδρομος που άνοιξε για τη Θριφτή έκοψε τη σωλήνα του νερού που ξεδίψαζε τους περαστικούς και στη συνέχεια ποτέ δεν επισκευάστηκε ξανά.
Έτσι το μόνο που απομένει είναι το τοπωνύμιο για να θυμίζει μέσα στο θρύλο αλλοτινές εποχές και αλλοτινούς ανθρώπους.

ΤΑ ΧΤΙΣΜΕΝΑ ΠΙΑΤΑ


Στη μέση περίπου της διαδρομής Ιεράπετρας –Σητείας βρίσκεται το ιστορικό χωρίο Λιθίνες και οι κάτοικοι του περήφανοι για την ιστορία των προγόνων τους μιλούν περήφανα ακόμα για τα μνημεία του χωριού τους, όπως το τάφο του άρχοντα Βλάχου, το κατεστραμμένο του πύργο, μα πάνω απ΄ όλα για τη Παναγία τη Λιθινιώτισσα, μια εκκλησία θαυματουργή που κάθε χρόνο τη μέρα της γιορτής της συγκεντρώνει χιλιάδες προσκυνητές από ολόκληρη τη Κρήτη.
Όταν λοιπόν πάρθηκε η απόφαση για την οικοδόμηση της Παναγίας τη Λιθινιώτισσας, οι κάθε είδους μαστόροι αποφάσισαν για όσο θα διαρκούσε το χτίσιμο να μη τραφούν με τίποτα άλλο εκτός από νηστίσιμα και όντως τήρησαν την απόφαση τους. Κι επιτέλους έφτασε η μεγάλη μέρα που θα παρέδιδαν τελειωμένο το έργο τους! Για τελευταία φορά άπλωσαν τα πιάτα που χρησιμοποιούσαν από την αρχή έως και το τέλος, έφαγαν με το λιτό φαγητό τους και σαν τέλειωσαν, θεωρώντας ότι τα πιάτα αυτά είχαν δεθεί άρρηκτα με την εκκλησία και δεν έπρεπε να τα γυρίσουν στα σπίτια τους, τα έχτισαν ψηλά πάνω από την είσοδο όπου βρίσκονται μέχρι και σήμερα.
Η ευλάβεια τούτων των ανθρώπων πολύ γρήγορα έγινε γνωστή και αποδεκτή κι από όλους τους υπόλοιπους, πόσο μάλλον δε όταν αμέσως το πρώτο καιρό παρατηρήθηκε ότι όποιος περνούσε μπροστά από το ναό κρατώντας κρέας, το κρέας σχεδόν αμέσως σκουλήκιαζε, και τότε όλοι κατάλαβαν πως η εκκλησία ήθελα να μείνει καθαρή από αρτύσιμα όπως ακριβώς είχε μείνει και τον καιρό που την έχτιζαν.
Σύμφωνα πάντα με τη παράδοση ένας Τούρκος θέλοντας να αμφισβητήσει το θαύμα πέρασε μπροστά από την εκκλησία κοροϊδεύοντας την Παναγία, όμως όταν πήγε στο κοπάδι του βρήκε όλα τα αιγοπρόβατα του ψόφια και σκουληκιασμένα.
Έκτοτε κανείς από τους κατοίκους της γύρω περιοχής, έως και μέχρι πρότινος τουλάχιστον, δε πέρασε έξω από την εκκλησία της Παναγίας της Λιθινιώτισσας κρατώντας κρέας….

ΟΙ ΓΕΛΛΟΥΔΕΣ
Δέκα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Σητείας, πάνω στον εθνικό δρόμο, βρίσκεται το Χαμαίζι, ένα μεγάλο χωριό με πολυκύμαντη ιστορία! Οι ιστορικοί λένε πως πήρε το όνομα του από τους Σαρακηνούς και το λογαριάζουν σαν φέουδο των Κορνάρων και μάλιστα του ίδιου του ποιητή του Ερωτόκριτου ο οποίος είχε σπίτι και έμενε εκεί.
Στο Χαμαίζι λοιπόν βρίσκεται ένας σπήλιος δίχως τίποτα το ιδιαίτερο, που για τους ντόπιους όμως σηκώνει το βάρος του θρύλου των Γελάδων και γι’ αυτό ακριβώς και τον έχουν ονομάσει Γελαδόσπηλιο.
Η Γελλούδα, σύμφωνα με μια παράδοση που κρατεί από τα πανάρχαια χρόνια, ήταν μια γυναίκα που πέθανε νέα και στη συνέχεια το φάντασμα της ξαναγύρισε σαν «ένα τελώνι που το λένε «ματοπίνουσα» και ρουφά λίγο –λίγο το αίμα των αβάπτιστων παιδιών.
Οι Γελλούδες στη φαντασία του λαού ήταν τα κακοποιά πνεύματα που βασάνιζαν τα αθώα παιδιά αφού κάθε βράδυ έμπαιναν όπου υπήρχαν μωρά και ρουφούσαν το αίμα τους με αποτέλεσμα εκείνα να αδυνατίζουν, να χλομιάζουν και στη συνέχεια να πεθαίνουν.
Ο θρύλος λέει λοιπόν πως κάποτε κάποιοι κυνηγοί που κατά τύχη μπήκαν μέσα στη συγκεκριμένη σπηλιά, είδαν ανθρώπινο αίμα που όμως δεν έμοιαζε να έχει βγει από κάποιο χτυπημένο αλλά ήταν σαν να το είχε ξεράσει κάποιος.
Πήγαν και την επομένη και δίπλα στο χτεσινό ξεραμένο αίμα είδαν κι άλλο φρέσκο, άρχισαν να παραφυλούν μα άνθρωπο δεν είδαν να μπαίνεις στη σπηλιά και τότε κατάλαβαν πως το αίμα αυτό ήταν το αίμα των παιδιών που έπιναν οι Γελλούδες και στη συνέχεια πήγαιναν στη σπηλιά και το ξερνούσαν.
Το νέο μεταφέρθηκε γρήγορα στους κατοίκους του χωριού που αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν το κακό με ομαδική προσευχή και παρακλήσεις έως ότου έγινε επιτέλους το θαύμα!
Λίγες μέρες μετά που επισκέφτηκαν πάλι το Γελλαδόσπηλιο-έτσι τον ονόμασαν από τότε-παρατήρησαν στους τοίχους απολιθωμένες γυναικείες μορφές και φώναξαν όλοι χαρούμενοι « ο Θεός λυπήθηκε τα παιδιά μας κι έκαμε τσι Γελλούδες πέτρες»
Βέβαια πίσω από το θρύλο των Γελλούδων ο σημερινός άνθρωπος μπορεί να δει την επιστήμη της ιατρικής που βρίσκονταν τότε στα νηπιακά της βήματα με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη θνησιμότητα ειδικά στα μικρά παιδιά που ήταν πολύ πιο ευάλωτοι οργανισμοί. Επειδή όμως κάποιος έπρεπε να φορτωθεί την ευθύνη, την φορτώθηκαν κάποιες σταλακτικές κατασκευές που η φαντασία του λαού τις μεταμόρφωσε σε γυναικείες μορφές και το θάνατο των παιδιών στο Χαμαίζι της Σητείας τον φορτώθηκαν οι Γελλούδες…


ΝΟΜΟΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ

Η ΜΑΡΚΑΡΙΝΑ

Κοντά στο χωριό Αγκουσελιανά της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, υπάρχει μια τοποθεσία που λέγεται Μαρκαρίνα και οι άνθρωποι της περιοχής ισχυρίζονται πως κρυμμένος βαθιά κάτω στα χώματα της βρίσκεται ένας θησαυρός που αν βρεθεί, λέει, καμιά φορά, χαρά στην Ελλάδα!
Πως όμως έγινε και κρύφτηκε εκεί ένας τέτοιος θησαυρός; Ποιος τον έκρυψε; Πότε και γιατί τον έκρυψε;
Η προφορική παράδοση λοιπόν λέει πως μια από τις πολιτείες της Κρήτης κατά την Μινωική εποχή ήταν και η Μαρκαρίνα και μάλιστα η Πόλη-Νομισματοκοπείο ολόκληρου του νησιού. Ένα είδος παγκρήτιας, υπερκρατικής τράπαζας που είχε το αποκλειστικό προνόμιο της κοπής των νομισμάτων για ολόκληρη τη Κρήτη
Εκεί μόνο υπήρχαν οι φημισμένοι χαράκτες και οι άλλοι μεταλλοτεχνίτες με τα τέλεια μηχανήματα και τα επιδέξια χέρια που έπαιρναν το ακριβό μέταλλο και το μεταμόρφωναν σε πολύτιμο νόμισμα κι όλες οι υπόλοιπες πόλεις εκεί έκαναν τις παραγγελίες τους.
Ένα βράδυ όμως που ολάκερη η πολιτεία της Μαρκαρίνας είχε βυθιστεί στον ύπνο και ξάγρυπνοι έμεναν μόνο οι φύλακες που φρουρούσαν τα χιλιάδες νομίσματα, ακούστηκε βοή τρομακτική και ένα τράνταγμα τόσο δυνατό που έστειλε σύψυχη τη πολιτεία στα άπατα της γης. Από το πρόσωπο της γης χάθηκαν  :όλα
Κι οι άνθρωποι, και τα σπίτια, κι ο αλογάριαστος θησαυρός που τον αποτελούσαν όχι μόνο χιλιάδες έτοιμα νομίσματα αλλά και τεράστιες ποσότητες ακατέργαστου χρυσού.
Στη θέση της Μαρκαρίνας τώρα πια υπήρχε μόνο ένας κάμπος με θάμνους και αγριόχορτα…
Πολύ αργότερα, οι κάτοικοι των Αγκουσελιανών έχτισαν σε κείνο το σημείο ένα μικρό ξωκλήσι αφιερωμένο στη χάρη του Αι Γιώργη κι ο Άγιος, για να ξοφλήσει προφανώς την αγάπη που του έδειξαν οι άνθρωποι, παρουσιάζεται κάθε χρόνο μια φορά και φανερώνει που βρίσκεται ο θησαυρός που χάθηκε.
Όποιος μαθαίνει το μεγάλο μυστικό πηγαίνει και σκάβει, δυστυχώς όμως παρ΄ όλα τα σκαψίματα ο θησαυρός δεν έχει φανεί και περιμένει ακόμα τον μεγάλο τυχερό που θα τον ανακαλύψει. Ποιος ξέρει, μπορεί και να είστε εσείς….



Η ΣΚΛΑΒΑ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ
Η Σκεπαστή είναι ένα μικρό χωριό που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα από το Πάνορμο Μυλοποτάμμου κι αν αποφασίσετε να το επισκεφτείτε, θα δείτε με τα ίδια σας τα μάτια τις δυο συγκλονιστικές επιγραφές που βρίσκονται έως ακόμα και σήμερα στη διμάρτυρη εκκλησιά της γραμμένες στην εσωτερική πλευρά του νότιου τοίχου.
Η πρώτη με επιτακτικό τρόπο παραγγέλνει:
«Όντε θα πας στη Σκεπαστή την ανασκεπασμένη,
χτίσ’ εκκλησιά διμάρτυρη για με τη κολασμένη.»
Κι η άλλη έρχεται σαν απάντηση της προηγούμενης και βεβαιώνει ότι:
«Εκτίσθη ο θείος ναός της υπεραγίας Θεοτόκου δια εξόδου του Νικόδημου, Ιερομανάχου του Τορμάρο, από ‘καμε η πρεβυτέρισσα του σκλάβα εικοσιοχτώ χρόνους και ήρθε…»
Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτά τα λόγια, ποιος και γιατί τα έγραψε, και προπάντων αν ζητήσεις να τα εξηγήσεις τι άραγε θα φέρουν στο μυαλό σου;
Φρίκη αληθινή θα φέρουν στο μυαλό σου και στα μάτια σου μπροστά θα ζωντανέψουν αληθινές κουρσάρικες ιστορίες από εκείνες που σαν μάστιγα βασάνιζαν κάποτε τη Κρήτη στις ώρες και τις μέρες του 1537 που δρούσε ο τρομερότερος πειρατής απ’ όλους όσους φάνηκαν ποτέ στη Μεσόγειο, ο Μπαρμπαρόσα.
Ο πατριάρχης των Κουρσάρων, όπως ονομάστηκε, ο οποίος με στόλο από 217 πολεμικά και φορτηγά πλοία έκαμε απόβαση στο Ρέθυμνο και το 1538 κατέστρεψε ολοσχερώς το φρούριο του Πανόρμου.
Σε αυτή λοιπόν, ή ίσως και σε μια από τις κατοπινές, γιατί υπήρξαν πολλές, επιδρομές, έζησε και η Σκεπαστή το δικό της αιματοκύλισμα.
Κουρσεύτηκε αλύπητα απ΄ ότι πιο πολύτιμο είχε, τους ανθρώπους της, και μια γυναίκα από τις πολλές σκλάβες που σύρθηκαν αλύπητα στα μπουντρούμια του κουρσάρικου καραβιού ήταν και η νεαρή κι όμορφη πρεσβυτέρα της Σκεπαστής του Μυλοποτάμου.
Ο πόνος όμως του παπά ήταν τόσο μεγάλος που αποφάσισε να φύγει από το χωριό, να ψάξει όπου ήταν δυνατόν, και να μη γυρίσει ποτέ πίσω αν δεν γυρνούσε μαζί με τη γυναίκα του.
Έψαξε όντως όπου ήταν δυνατόν για χρόνια, από πόλη σε πόλη, από πόρτα σε πόρτα κι από δρόμο σε δρόμο, αλλού τον περιγελούσαν κι αλλού του πετούσαν ένα κομμάτι σαν ζητιάνος, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να μάθει πως η γυναίκα του πουλήθηκε σ΄ ένα τούρκικο λιμάνια, τίποτα άλλο.
Μέχρι που ένα απομεσήμερο έφτασε έξω από ένα αρχοντόσπιτο, του άνοιξε μια γυναίκα κι όταν εκείνος της διηγήθηκε τι ζητούσε, τον άφησε για λίγο μόνο του και ξαναγυρνώντας τον φίλεψε ένα ψωμί και λέγοντας του πως δε ξέρει τίποτα για τη χαμένη γυναίκα του τον έστειλε στο καλό.
Όταν ο δύστυχος παπάς ώρες αργότερα αποφάσισε να κόψει ένα κομμάτι ψωμί από εκείνο που του χάρισε η καλή γυναίκα, το μαχαίρι του χτύπησε σε κάτι σκληρό, άνοιξε το ψωμί στα δυο και με έκπληξη είδε να πέφτουν στα πόδια του αρκετά χρυσά φλουριά μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε:
«Όντε θα πας στη Σκεπαστή την ανασκεπασμένη,
χτίσ’ εκκλησιά διμάρτυρη για με τη κολασμένη.»
Απόμεινε άλαλος! Κατάλαβε πως η γυναίκα του ήταν αυτή που κρύβονταν πίσω από τη πόρτα του τούρκικου σπιτιού κι έτρεξε πίσω, οι υπηρέτες όμως που του άνοιξαν τούτη τη φορά τον περιγέλασαν και τον έδιωξαν. Συνειδητοποίησε τότε πως τη γυναίκα του δεν θα την έβλεπε ποτέ ξανά κι αποφάσισε να γυρίσει στη Σκεπαστή και να κάνει τουλάχιστον όσα του παράγγειλε μέσα από το σημείωμα.
Η ιστορία όμως δε τελειώνει εκεί αφού η συνέχεια θέλει τη παπαδιά να αναστενάζει ένα πρωί την ώρα που κρατούσε τη κανάτα στον αφέντη της για να πλυθεί κι εκείνος, απορώντας, να τη ρωτά τι έχει κι αναστενάζει.
Σύμφωνα λοιπόν με τη παράδοση η παπαδιά του απαντά:
«Σήμερα είναι του Σταυρού, ταχιά τ’ Αι Νικήτα
και γίνεται στο σπίτι μου μεγάλο πανηγύρι.»
Ο τούρκος αφέντης την κοίταξε περιγελαστικά και θέλοντας να κοροϊδέψει τη πίστη της, της είπε:
«Αν έχει δόξα ο Σταυρός και χάρη ο Αι Νικήτας
θε να βρεθείς στο σπίτι σου μ’ ότι βαστάς στη χέρα.»
Στη στιγμή, λέει, χάθηκε από τα μάτια του και βρέθηκε στο σπίτι της στη Σκεπαστή και τούτος ο γυρισμός αναφέρεται με συγκλονιστική λιτότητα στην επιγραφή που βρίσκεται χαραγμένη στην εκκλησία από κείνα τα χρόνια.
Ύστερα από όλα αυτά δεν μπορείς να ξέρεις αν σου διηγούνται απλώς ένα θρύλο ή ζεις μια φοβερή πραγματικότητα από εκείνες που τόσες φορές έζησε η Κρήτη.

ΝΟΜΟΣ ΧΑΝΙΩΝ

ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΚΑΣΤΕΛΟΥ 

Κοντά στην απροσκύνητη χώρα των Σφακίων, λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα από την ακτή που ξεψυχά το κύμα του Λιβικού, κι εξίσου λίγα από τους πρόποδες που φωλιάζουν μερικά από τα αετίσια Σφακιανοχώρια, ορθώνει την ύπαρξη, του σε σχήμα παραλληλόγραμμου, ένα καστέλι (πύργος) άριστα μέχρι σήμερα διατηρημένο. Το Φραγκοκάστελλο.
Δυο σειρές πολεμίστρες περιζώνουν τα μέχρι σήμερα απείραχτα, όπως τουλάχιστον δείχνουν εξωτερικά, τείχη του και η πύλη του βρίσκεται κατά την μεριά της θάλασσας σαν στόμα αγριεμένου θεριού.
Ο θρύλος του γεφυριού της Άρτας (ολημερίς το χτίζανε τη νύχτα το γκρέμιζαν) γίνεται κι εδώ παραλλαγμένη πραγματικότητα αφού κάπως έτσι οι Σφακιανοί με μπροστάρηδες τα έξη αδέλφια Πατσούς, εμπόδιζαν τους Βενετούς να σηκώσουν το κάστρο αναγκάζοντας τους να το περιζώσουν με ισχυρότατη δύναμη στρατού. Και όταν επιτέλους το τέλειωσαν και ασφαλίστηκαν μέσα, οι Φράγκοι δεν άφησαν ατιμώρητους τους γενναίους Πατσούς. Κρέμασαν από ένα σε κάθε πύργο του καστελιού και τους υπόλοιπους δύο από πάνω στην είσοδο. Το χωριό Πατσιανός που φέρει το όνομα των μαρτυρικών αδελφών αποδεικνύει έως σήμερα την ηρωική πράξη τους.
Η προτομή του Τουρκομάχου Ηπειρώτη Στρατηγού Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη, που βρίσκεται μερικά μόνο μέτρα ανατολικά του φρουρίου, θυμίζει ακόμα τον θάνατο του καθώς επίσης και το ανεξήγητο φαινόμενο των Δροσουλιτών που προέκυψε μετά τη μάχη που έγινε εκεί στα 1828 που εντελώς επιγραμματικά έχει ως εξής:
Την νύχτα της 16ης προς 17ης Μαΐου του 1828, Κρητικοί καπετάνιοι μάταια προσπαθούν να αποτρέψουν την καταδικασμένη από πριν αναμέτρηση που σχεδίαζε στον ανοικτό κάμπο ο Νταλιάνης αφού εκείνος «Ήρθα στην Κρήτη να πολεμήσω με τα παλικάρια μου τους Τούρκους κι όπου θέλει ο Θεός ας δώσει την νίκη.» επέμενε ανένδοτος παρατάσσοντας τις μικρές του δυνάμεις με τον τρόπο που επέλεξε απέναντι στον εχθρό.
Η μάχη άρχισε άγρια, σφάξαν και σφάχτηκαν σχεδόν μονομιάς, όμως το παιχνίδι ήταν άνισο. Μυρμηγκιές ο στρατός της Τουρκιάς, γνωρίζουν τον Νταλιάνη από το άλογο του και σε λίγο ο Μουσταφάς κρατά τρόπαιο το κεφάλι του Ηπειρώτη στρατηγού. Από όλους τους Έλληνες γλίτωσαν δύο, ίσως τρεις.
Λίγο πιο πάνω την ίδια ώρα οι Κρητικοί δίνουν μεγάλη μάχη με το ασκέρι που είχε στείλει ο πασάς κατά πάνω τους για να εμποδίσει ενδεχόμενη συνδρομή τους. Έγινε πάλι κι εδώ, απερίγραπτο το μακελειό που βάσταξε ως μια ώρα του χάροντα ο χορός για να μείνουν τελικά οι Έλληνες αφέντες του Φραγκοκάστελλου. Πέρασε η πρώτη μέρα, η δεύτερη, η τρίτη όμως η πείνα, η δίψα μαζί επίσης και η αβάσταχτη μπόχα των κουφαριών που είχαν μείνει άθαφτα άρχισε να βασανίζει τους πολιορκούμενους μα κι απ΄ την άλλη πολιορκητές βιάζονται κι αυτοί να τελειώσουν το ταχύτερο δυνατόν μια και υποψιάζονται τον κίνδυνο που τους απειλεί από τα Σφακιανά τουφέκια που ολοένα και πληθαίνουν και προσπαθούν να τους πείσουν να φύγουν υπό τον όρο να μείνουν οι Σφακιανοί συμπολεμιστές τους .
Η απάντηση φυσικά δεν ήταν άλλη από το : «Για όλοι λεύτεροι για όλοι νεκροί!» ενώ παίρνεται τότε η μεγάλη απόφαση και μεσάνυχτα στις 19 προς 20 του Μάη, ένας γενναίος ή ένας τρελός, το ίδιο κάνει, περνά τις γραμμές των Τούρκων ολόγυμνος και ξυπόλητος πηγαίνοντας γραμμή κατά την μεριά της θάλασσας. Οι Τούρκοι σαστισμένοι στην αρχή τον παίρνουν κατόπιν στο κυνήγι και οι μπάλες αρχίζουν να πέφτουν ολόγυρα ακόμα κι όταν ο Διληδάς ,αυτό είναι το όνομα του, αισθάνεται να διαπερνά το κορμί του το κρύο χάδι του Λιβυκού. Έφτασε κολυμπώντας στο Λουτρό και στο Μπρόσγιαλο, και οι λιγοστοί κάτοικοι, γυναίκες κατά το πλείστον και γέροι που βρέθηκαν εκεί μετά από μάχες που μόλις είχαν τελειώσει, άκουσαν άφωνοι και κατόπιν ζώστηκαν πάλι τα άρματα τους για να τρέξουν και να βοηθήσουν τους πολιορκημένους του κάστρου.
Κάπως έτσι, εντελώς επιγραμματικά είπαμε παίχτηκε το δράμα του Φραγκοκάστελλου κι έκτοτε, τουλάχιστον από όσο είναι γνωστό, κάθε χρόνο, στα τέλη πάντα του Μάη και πάντα με το πρώτο πρωινό φως, ένα πλήθος σκιών παρελαύνει στον ορίζοντα κατά την μεριά της ανατολής. Είναι πεζοί και καβαλαραίοι, με φέσια, περικεφαλαίες, με γιαταγάνια και αρματωσιές. Ένα είδος δηλαδή τοιχογραφίας σε κίνηση και δράση. Το φαινόμενο διαρκεί οκτώ περίπου λεπτά έως ότου οι πρώτες ακτίνες του ήλιου αρχίσουν να διαγράφονται στον ουρανό οπότε και οι σκιές αρχίζουν να θαμπώνουν έως ότου σιγά σιγά σβήσουν εντελώς.
Η επιστήμη δεν κατάφερε ακόμα να εξηγήσει τούτο το φαινόμενο και το πιθανότερο ότι δεν θα καταφέρει να το εξηγήσει ποτέ. Κανένας από όλους τους επιστήμονες που ασχολήθηκαν με αυτό το μυστήριο δεν κατάφερε να δώσει εξήγηση πειστική για τους θρυλικούς Δροσουλίτες που ειπώθηκαν έτσι από την πρωινή δροσιά. Και μονάχα η αστείρευτη φαντασία που γεννάται από την ρωμαλέα διάθεση των Κρητικών που πιστεύει ότι οι σκιές τούτες είναι οι γενναίες ψυχές εκείνων που έπεσαν στην μάχη του Φραγκοκάστελλου και θέλουν να φανερώσουν την παρουσία τους σε κάθε τραγική επέτειο του χαμού τους, είναι ίσως η πιο πιθανή, η πιο πειστική και προ πάντων η πιο ανθρώπινη εκδοχή , από όλες εκείνες που οι ξένοι ερευνητές διατύπωσαν…


Η ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟΥΣΑ


Φαράγγια υπάρχουν αρκετά σ’ ολόκληρη τη Κρήτη, ένα όμως ξεχωρίζει σαν αληθινά συγκλονιστικό και μεγαλοπρεπές δημιούργημα της φύσης, της Σαμαρειάς το φαράγγι!
Το πέρασμα του είναι ταυτόχρονα άθλος ψυχής και δοκιμασία σώματος, όμως οι οδοιπόροι που το διασχίζουν σήμερα εντυπώνονται πια μονάχα ειρηνικές εικόνες, ωστόσο οι παλιοί που το ήξεραν περισσότερο έλεγαν πως αν βρεθεί κανείς εκεί τη νύχτα θα δει πράγματα που θα τρομάξει αφού το φαράγγι ζούσε τη δική του ζωή!
Τώρα όμως που το σύγχρονο ρεύμα παρέσυρε μακριά όλους εκείνους τη ζωή του φαραγγιού και τη νύχτα, αφού η κυκλοφορία του επιτρέπεται μόνο τη μέρα, τώρα που το φαράγγι έφυγε από τους κατοίκους του και πέρασε στους κάθε λογής τουρίστες, που θα βρεθεί καρδιά να κρατήσει τους θρύλους;
Που θα βρεθούνε μάτια να κλάψουν για τη Χρυσομαλλούσα;
Ποια είναι όμως αυτή η Χρυσομαλλούσα;
Η τοπική παράδοση της Σαμαριάς αναφέρεται σε δυο Χρυσομαλλούσες, η μία μάλιστα είναι γραμμένη και στην ιστορία σαν κόρη της μεγάλης οικογένειας των Σκορδίληδων που χαστούκισε το Βενετό διοικητή επειδή πήγε να τη φιλήσει με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί ολόκληρη η επαρχία σε πόλεμο.
Η δεύτερη Χρυσομαλλούσα δεν άφησε τίποτα συγκεκριμένο για την οικογένεια και τη καταγωγή της, πέρασε όμως από στόμα σε στόμα πως ήταν μια κοπέλα
πανέμορφη σαν νεράιδα, που αρραβωνιάστηκε ένα εξίσου όμορφο παλικάρι, τόσο που πιο ταιριαστό ζευγάρι δεν είχε ματαγίνει ποτέ άλλοτε στο τόπο τους.
Κι η κόρη, καθισμένη στον ολόχρυσο αργαλειό της τραγουδούσε κι ύφαινε στα προικιά της τον ήλιο και το φεγγάρι, τη πούλια και τον αυγερινό, κι έστρωνε με σκέψεις χαράς κι ευτυχίας το μελλοντικό δρόμο της ζωής της και του καλού της, όμως νέος ένα πρωί δίχως να εξηγήσει το πώς και το γιατί πήρε των αματιών του και έφυγε.
Πήρε τότε κι η κοπέλα το χρυσό αργαλειό της, αποτραβήχτηκε σε μια σπηλιά, κι εκεί σαν την Ομηρική Πηνελόπη εξακολούθησε μερόνυχτα να υφαίνει ασταμάτητα.
Τα τραγούδια που έλεγε πριν έγιναν τώρα μοιρολόγια μέχρι που σάλεψαν τα λογικά της και κάποιοι είπαν πως στοίχειωσε στο τέλος μέσα στη σπηλιά.
Σήμερα, όποιος βρεθεί νύχτα στη Σαμαριά, θα ακούσει μέσα στην ησυχία της νύχτας παράξενους ήχους που μπορεί να είναι από το τρίξιμο του αγέρα, τη βοή του χειμάρρου ή ακόμα και το τρίξιμο των κλαδιών.
Μπορεί όμως να είναι και η Χρυσομαλλούσα, η απαρνημένη κόρη, που μετέτρεψε σε σφύριγμα του αγέρα τον ήχο της σαΐτας της, σε τρίξιμο των κλαδιών το χτύπο από το χτένι του αργαλειού, της και σε βοή του χειμάρρου το αβάσταχτο παράπονο της.
Πολύτιμες πληροφορίες για το παρών κείμενο πάρθηκαν από το δίτομο βιβλίο του λαογράφου Λευτέρη Χαρωνίτη «Η ΚΡΗΤΗ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ

ΠΗΓΗ : 


http://seliniartemisekati.blogspot.gr/- Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου