Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Νεράιδες της Αρκαδίας - της λαογράφου ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ Δρ. Λαογραφίας Πανεπιστημίου Αθηνών





Ακόμη μια φορά μου χάκαραν το νέο προφίλ του ΦΒ Όμηρος Ερμείδης, το αρχικό τον Δεκέμβριο και έκτοτε άλλα 4 με τελευταίο αυτό που λειτούργησε από Παρασκευή 12 Μαΐου έως Σαββάτο βράδυ 13 Μαΐου, πρόκειται περί Κακίας και Αλητείας άνευ προηγουμένου, προσέχετε ποιούς έχετε φίλους – ες !!




  
 Οι αρκαδιανές νεράιδες υμνήθηκαν από το λαό μας περίσσια. Σύμφωνα με μαρτυρία μιας γερόντισσας στο Νεραϊδοβούνι Αρκαδίας έχουνε το λημέρι τους και γυρίζουν αναγύρω και μαζεύονται ύστερα εκεί πάνου κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ.

  Οι νεράιδες μπορεί να γίνουνε ό,τι θες. Γυναίκες είναι, μα μεταμορφώνονται και σε άλλα αερικά. Φορούνε όμορφα σκουτιά χρυσά κι ουλοένα γλεντάνε, τραγουδάνε και χορεύουνε.
  Έχουνε λογιώνε όργανα, νταούλια, σιουρίχτρες, χίλια δυο. Δεν κοτάει να ζυγώσει κανείς κατά το Νεραϊδοβούνι.
  Όγιος τις γλέπει, λαβώνει. Ή γίνεται ζουρλός ή αρρωσταίνει καμπόσο καιρό κι αν δεν τουδιαβάσουνε ευκέλαιο, δε γιατρεύεται. Όσοι περνάνε από μακριά, ακούνε ναι βουή.
 Έχω κι εγώ ακουσμένα μια αντάρα που σειέται ούλος ο τόπος. Αν κάνει και μιλήσει κανείς κοντά τους, πάει δουλειά του.
  Θα του πάρουνε τη φωνή και θα μείνει άλαλος και μουγγός. Έχουνε την Κυρά τους, τάχατες να πούμε, που τις διευθύνει, εδώ να πάτε, εκεί να πάτε, τους λέει.
  Όγιος περάσει νύχτα ή ντάλα μεσημέρι από το Νεραϊδοβούνι δίχως να ξέρει πως βγαίνουνε νεράιδες και τον ιδούνε, πάει!
  Του πέφτουνε κοντά και τον παίρνουνε μαζί τους. Από τότενες πλια χάνεται ο άνθρωπος. Τόνε κρατούνε δυο τρεις ημέρες και λένε τάχατες, ξέρω κι εγώ; Πως κάνουν αμαρτία και γεννάνε και παιδιά. Τόνε ταΐζουνε κει μέσα κάτι δικά τους φαγιά και τόνε ξελογιάζουνε με δικά τους κρασιά.
  Και κοιμώνται λέει αντάμα κι ο άνθρωπος τελεύεται από τις αγκαλιές τους. Υστερινά τον απολάνε και κείνος τότενες γυρίζει τα όρη και τα βουνά σαν τρελλαμένος.
  Γίνεται κατακίτρινος, ισχνός και ξεραγκιανός σαν τσίρος. Αρχινάει πλια και σώνεται και θα πεθάνει, αν δεν τον ξορκίσουνε οι μαγίστρες.
  Ετούτα τά ‘παθε ένας από τη Βυτίνα, μα εγίνηκε καλά, γιατί τον ξορκίσανε οι μαΐστρες. Τον παίρνουνε τον άρρωστο στο σπίτι τους και τον ξαπλώνουνε κατάχαμα, απάνου σ’ ένα κόκκινο σκουτί.
 Ύστερα παίρνουνε μέλι κι αλείβουνε γύρω γύρω το πάτωμα, γιατί μιλάνε των νεράιδωνε κι εκείνες έρχονται κι αν δεν τις γλυκάνεις, δεν ξαμποδένουνε τον άρρωστο, φεύγουνε.
  Εκεί κάθονται μοναχές οι μαΐστρες και κλειούνε τα παραθύρια και κάτι λένε μέσα τους κι έρχονται οι νεράιδες με την Κυρά τους εκεί, ξέρω κι εγώ τι κουβεντιάζανε και σε λιγούλι βγαίνει όξω μια μαΐστρα και λέει στους συγγενείς του άρρωστου:
  Μας είπε η Κυρά να μας φέρουτε το τάδε, ένα τουλούμι τυρί να ειπούμε, πέντε τουλούπες μαλλιά, έν’ αρνί, πενήντα δραχμές.
  Ό,τι θέλουν εκείνες, λένε τάχατες πως τα παίρνουνε οι νεράιδες για πλερωμή, μα δε με συγχωράς, τα τρώνε οι μαΐστρες οι άτιμες. Άμα πλια πάρουνε ό,τι τις βαστάξει η ψυχή τους, κάνουν τα γητέματα και ποτίζουνε τον άρρωστο ένα γιατρικό από κάτι ρίζες, που λένε πως λάμπουνε σαν κωλοφωτιά τη νύχτα και γίνεται πλια ο άρρωστος καλά. Ξόρκια και φυλαχτά
   Οι Νεράιδες δίνουνε και πάθος στον άνθρωπο, που γιατρεύεται με ξόρκια και μαγικά. Με τους καλούς είναι καλές, τους δίνουν φυλαχτά και τους μαθαίνουν πολλά μαγικά γιατροσόφια.
  Για να προστατευτούν απ’ την κακή ώρα των νεράιδων οι άνθρωποι φοράνε φυλαχτά με ψωμί, μπαρούτι, σκόρδο, κόκκαλα χελώνας ή φιδιού τυλιγμένα σε άσπρο πανάκι.
  Στην Αρκαδία αν θέλει κανείς να δει τη νεράιδα της ανεμοξουριάς, να φανερωθεί μπροστά του μ’ όλη της την ομορφιά, πρέπει το καλοκαίρι να σούρνει πάντα κοντά του αλάτι κι όταν δει ανεμοξουριά να ρίξει τ’ αλάτι και η νεράιδα θα ξεφυτρώσει και θα τη δει.
  Μπορεί κανείς, αν κάνει όσα πρέπει, κι από μέσα απ’ την ανεμοξουριά να της αρπάξει το κόκκινο φεσάκι ή το μεταξωτό μαντήλι που φορεί στο κεφάλι της και να της γυρέψει ό,τι θέλει, ό,τι χάρη της ζητήσει του την κάνει και μετά τον αφήνει και γυρίζει στο σπίτι του.
  Το καλύτερο απ’ ούλα είναι να της γυρέψει το αθάνατο νερό ή κανένα ρούχο της νεράιδας, γιατί αυτό γιατρεύει κάθε λογής αρρώστια. Λαβώματα
 Οι νεράιδες γνέθουν και υφαίνουν κατάλευκα υφάσματα λεπτότατα σαν τον ιστό της αράχνης.
  Πλένουν στα ποτάμια και απλώνουν τα άσπρα αραχνοΰφαντα ρούχα τους στους γύρω θάμνους να στεγνώσουν.
  Αν κάποιος περάσει από κει τον πειράζουν, τον λαβώνουν και μόνο με μαγικά ξόρκια θεραπεύεται.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ Δρ. Λαογραφίας Πανεπιστημίου Αθηνών
http://seliniartemisekati.blogspot.gr/- Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου