Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022

Οι ονομασίες των νυμφών στην αρχαιότητα και τον χριστιανισμό, του Όμηρου Ερμίδη - The names of the nymphs in antiquity and in Christianity, by Homer Ermide - I nomi delle ninfe nell'antichità e nel cristianesimo, di Omero Ermide - Имена нимф в древности и христианстве, Гомер Гермид

Οι ονομασίες των νυμφών στην αρχαιότητα και τον χριστιανισμό, του Όμηρου Ερμίδη - The names of the nymphs in antiquity and in Christianity, by Homer Ermide - I nomi delle ninfe nell'antichità e nel cristianesimo, di Omero Ermide - Имена нимф в древности и христианстве, Гомер Гермид


Ελληνική μυθολογία, προκατακλυσμιαία ιστορία
Οι ονομασίες νυμφών εις την αρχαιότητα [αναφέρονται λόγω πληθώρας ελάχιστες  εξ αυτών]
Άβα νύμφη η οποία μετά του Ποσειδώνος απέκτησε τον Εργίσκο ο οποίος υπήρξε επώνυμος ήρωας της θρακικής πόλεως Εργίσκης.
Αβαρβαρέη κάποια νύμφη των Νηΐδων, η οποία μετά του Βουκολίωνος τον Αίσηπο και τον Πήδασον.

β δ μετ Ασηπον κα Πήδασον, ος ποτε νύμφη   
νης βαρβαρέη τέκ μύμονι Βουκολίωνι.                
Βουκολίων δ ν υἱὸς γαυο Λαομέδοντος              
πρεσβύτατος γενε, σκότιον δέ γείνατο μήτηρ·      
ποιμαίνων δ π εσσι μίγη φιλότητι κα εν,        
..
..
..
..
..
 [Ομήρος «Ιλιάδα» ., ..-..]
Αγανίππη θυγατέρα του ποταμού Περμησσού, και νύμφη της παρά τους πρόποδες του Ελικώνος, εις την Βοιωτίας, πηγής Ιπποκρήνης (Αγανίππιδος κατά τον Οβίδιο) η οποία ανέβρυσε μετά το κτύπημα της οπλής του Πηγάσου όταν διήλθε από εκεί.  
Αγνώ, νύμφη της Αρκαδίας, η οποία ανέθρεψε για κάποιο διάστημα τον Δία εις το Λυκαίο όρος.
Αδράστεια αδερφή της Ίδης όπου μαζί με τις Ορειάδες νύμφες βοήθησαν εις την ανατροφή του Διός όπως μας πληροφορεί ο Καλλίμαχος εις το «Εις ….», .., όπου μας
αναφέρει ότι η Αδράστεια ήτο θυγατέρα του Διός.
Αίγλη μια των Νηρηΐδων και μητέρα των Χαρίτων και σύζυγος του Ηλίου (Παυσ…,..,.).
Ακακαλλίς νύμφη νηρηΐδα όπως πληροφορεί ο Απολλόδωρος
Ακμήνες νύμφες οι οποίες είχαν δικό τους βωμό εις την Ήλιδα.
Ακραία μια των Νηρηΐδων
Αλκινόη, νύμφη Αρκαδική της οποίας ανδριάντας ίστατο σε βωμό εις την Τεγέα.
Αλφεσίβοια ήτο κάποια νύμφη της Ινδίας την οποίαν αγάπησε και βίασε ο Βάκχος και μεταμορφώθηκε σε τίγρη.
Αμαδρυάδα νύμφη, θυγατέρα του ποτάμιου θεού Τερμησσού αλλά και φύλαξ της ομωνύμου πηγής, (Παυσ. .΄,..,.).
Αμφιτρίτη νηρηΐδα, σύζυγος του Ποσειδώνος η οποία γέννησε τους Τρίτωνες εις την Ρόδο.
Αναξιβία νύμφη εις την Ινδία την οποίαν ερωτεύθηκε ο Ήλιος.
Ανιγρίδες ή Ανιγριάδες νύμφες, οι οποίες ζούσαν εις την Τριφυλία.
Αξιόχη νύμφη μητέρα του Χρύσιππου, εκ του Πέλοπος.
Άργη κάποια νύμφη την οποίαν ερωτεύθηκε ο Ζεύς.
Αργιόπη μια των νυμφών η οποία γέννησε τον Θάμυρη εκ του Φιλάμμονος.
Αρεθούσα νύμφη Αρκαδικής θυγατέρος του Νηλέως.
Αστραία νύμφη η οποία καταστερώθηκε.
Βερόη νύμφη θυγατέρα της Αφροδίτης και του Αδώνιδος σύζυγος του Βάκχου.
Βολίνη κάποια νύμφη η οποία ενώ προσπαθούσε να αποφύγει τον έρωτα του Απόλλωνος έπεσε εις την θάλασσα, όπου εκεί που έπεσε ιδρύθηκε ομώνυμη πόλις.
Γαλάτεια νηρηΐδα σύζυγος του Πολύφημου και μητέρα του Γαλάτου.
Γλαύκη κάποια νύμφη της Αρκαδίας.
Δαναΐς νύμφη Κρητική η οποία είχε γεννήσει τους Κούρητες με τον Απόλλωνα όπως μας πληροφορεί ο Τζέτζης εις τον «………….α».
Δίκτυννα επίθετο της νύμφης Βριτομάρτιδος. 
Ερατώ μια από τις Νηρηΐδες.
Επιμηλίδες οι Νύμφες οι οποίες προστάτευαν και φύλαγαν τα πρόβατα των βοσκών.
Ηχώ μια νύμφη φλύαρος και δυσειδής, ερωμένη του Πανός.
Θεισόα ή Θισόα κάποια νύμφη, τροφός του Διός.
Θριαί ή Θριές, ήσαν Νύμφες οι οποίες έμεναν εις τον Παρνασσό και είχαν αναθρέψει τον Απόλλωνα, αυτές ήσαν που επινόησαν την τέχνη της δια των ψήφων μαντικής.
Ιθώμη νύμφη, τροφός του Διός.
Καλαυρεία  νύμφη η οποία παντρευθείσα μετά του Ινδού, απέκτησε τον Γάγγη.
Λευκίππη μια των τρισχιλίων Ωκεανίδων.
Μάκρις θυγατέρα του Αρισταίου, η οποία ανάθρεψε εις την Εύβοια τον μικρό Διόνυσο.
Μελανίππη κάποια νύμφη η οποία μετά του Ίτωνος απέκτησε τον Βοιωτό.
Ναϊάς ή Ναΐς νύμφη των ποταμών ή υδάτων.
Νέδα ποτάμια νύμφη τροφός του Διός όπως αναφέρει ο Καλλίνικος ….. Α΄, …-.1.
Ορσηΐς κάποια νύμφη, σύζυγος του Έλληνος, μητέρα του Δώρου, του Ξούθου και του Αιόλου.
Ουρανία νύμφη μια των Ωκεανίδων μας την αναφέρει ο Όμηρος.
Παρεία νύμφη μητέρα τεσσάρων υιών εκ του Μίνωος.
Ρόδεια μια των Ωκεανίδων, σύντροφος της Περσεφόνης.
Σαώ όνομα Νηρηΐδος, ως σωτείρας των πλοίων.
Σύριγξ νύμφη της Αρκαδίας η οποία καταδιωκόμενη υπό του Πανός κατέφυγε εις τον ποταμό Λάδωνα και μεταμορφώθηκε εις καλάμι από το οποίο ο Πάνας κατασκεύασε την σύριγγα του (φλογέρα). 
Τελεσθώ μια των Ωκεανίδων.
Υάδες νύμφες θυγατέρες της Ωκεανίδος Αίθρας.
Φαινώ νύμφη σύντροφος της Περσεφόνης.
Χαρικλώ  νύμφη αγαπητή της Αθηνάς, μητέρα του Μάντου Τειρεσία.
Χρυσοπέλεια νύμφη η οποία μετά Αρκάδος απέκτησε δύο υιούς, τον Αφείδα και τον Έλατο.
Ψαμάθη νύμφη μια των Νηρηΐδων σύζυγος του Πρωτέως.
Ψηλάκανθα  νύμφη της Ικαρίας ερωτευμένη με τον Διόνυσο.  Η οποία τον βοήθησε να αρπάξει από τον Θησέα την Αριάδνη, με τον όρο να κάνουν έρωτα. Ο Διόνυσος δέχθηκε αυτόν τον όρο, που του έθεσε η Νύμφη. Η Ψηλάκανθα με τις  ισχυρές μαγικές δυνάμεις που κατείχε, κατάφερε να κοιμίσει τον Θησέα και ο Διόνυσος να αρπάξει την Αριάδνη. Μετά από αυτό ο «θεός» αθέτησε την υπόσχεση που είχε δώσει εις την  Ψηλάκανθα.
Ωκυρόη  μία των Ωκεανίδων.
Ωκυρόη ή Ωκυρρόη νύμφη θυγατέρα του Ιμβράσου και της νύμφης Χρησιάδος.
Χριστιανική ιστορία
Οι ονομασίες των Νεράϊδων ή Ξωτικών εις την λαό μας σήμερα

Οι Ανεραΐδες (.…..) [….]
  Οι Ανεραΐδες είναι ωραίαις γυναίκες ασπροφόραις, αλλά έχουνε ένα μεγάλο κουσούρι, πώς τό πόδι τους είναι γαϊδουρινό. Αυταίς μπορούν νά βλάψουν όποιο  θέλουν, ‘ς άλλους όμως κάνουν καλό. Έναν από τόν τόπο μας τόν έμαθαν νά παίζη τή λύρα, καί κανείς δέν μπορούσε νά παίξη σάν κι’ αυτόν. Άν αρρωστήσει κανείς ‘ς τήν εξοχή, όλοι τό ξέρουν πώς από τοίς Ανεραΐδες τό έπαθε.
Οι φτερωταίς Νεράϊδες (Δήμος ….. της ……..) [….]
  Είναι καί Νεράϊδες άσκημαις, μαύραις σάν αράπισσαις, καί έχουνε μεγάλα φτερά σάν αιτού άλλοι λέν (‘ς χωριό Ροϊνό) πώς τά φτερά τους είναι σάν τής πέρδικας. Όχι μόνον όμορφαις δέν είναι σάν τοίς άλλαις Νεράιδες, αλλά καί  φοβερώτεραις καί κάνουν μεγάλα κακά ‘ς τους ανθρώπους. Όταν σηκώνουνται ανεμοξουριαίς αρπάζουν ότι εύρον μπροστά τους, ξύλα καί λιθάρια, καί σηκώνονται σέ θεώρατα ύψη καί από εκεί τά ρήγνουν μέ μανία, γιά νά χτυπήσουν ανθρώπους καί ζώα. Χορεύουνε μανάχα ‘ς τοίς μεγάλαις καί φοβεραίς ανεμοξουριαίς ; όντας σηκώνωνται ‘ς τόν αέρα λατούφια κι’ άλλα ξύλα.  
 Οι Αλουστίναις (….) [….]
Οι Αναράδες λέονται κι’ Αλουστίναις, γιατί βγαίνουν τό καλοκαίρι, καί μάλιστα  τόν Αύγουστο. Είναι γυναίκες νέαις, όμορφαις, αλλαμέναις ή ασπροφόραις, έχουν όμως άτσαις σάν τού γαδάρου. Βγαίνουν τό μεσημέριν ή τά μεσάνυχτα, τοίς νύχτες πού νά μήν έχουν φεγγάρι, και χάννουνται τό πολύ ‘ς τοίς τρείς τού πετεινού. Τρελλαίνονται ‘ς το χορό, και ‘ρπούν τούς άνδρες, νέους ή γέρους, καί τούς βάλλουν ‘ς το χορό. Σά χορεύουν οι Αλουστίναις, τραουδού «Πάμπακος γή μόλιβος» όποιος πή μόλιβος φίννουν τον, όποιος πή πάμπακος παίρουν τον και πάου ‘ς το φτερό.

Όποιος πιάση αλουστίναν, γίνεται ευτυχισμένος.

  Πρέπει νά περιμένη τή στιγμή πού κράσσει ο πετεινός, πού θά χαθούν, νά πιάση από τό χέρι εκείνην πού διάλεξε καί νά τήν κρατή σφιχτά νά μήν τού φύγη.

  Σάν κράξη πεόν ο πετεινός, εκείνη πομένει και κλουθά του και γροικά του έτι τής πή.  Οι παλαιοί ελέα σάν εύρης τό μεσημέριν Αλουστίναις, νά προφτάσης νά πιάσης  καμμιάν απού τά μαλλιά. Άν πιάσης καμμιάν Αλουστίνα, νά τήν βάλης νά λέθη, ποττές δέν σώννεται τό λέσιμον τής Αλουστίνας.       
Οι Νεράϊδες οι βουνίσιαις και οι θαλασσιναίς (…..) [….]
Οι Νεράϊδες δέν είναι τό ίδιο όλαις, μόν’ άλλαις είναι βουνήσιαις κι’ άλλαις θαλασσιναίς. Οι βουνήσιαις εχθρεύονται πολύ τοίς θαλασσιναίς καί κάθε Σαββάτο  βράδυ κατεβαίνουν από τά βουνά, κ’ οι θαλασσιναίς βγαίνουν από τή θάλασσα καί πολεμούν.

  Άν νικήσουν οι βουνήσιαις, χαρά ’ς εκείνον τό βουνήσιο πού θά  απαντήσουν ‘ς τό δρόμο τους, όταν γυρίζουν ‘ς τά βουνά τού κάνουν χίλια καλά άν τύχη όμως μπροστά τους κανείς θαλασσινός, αλίμονό του!

  Τό ίδιο κάνουν κ’ οι θαλασσιναίς, όταν νικήσουν περιποιούνται τούς θαλασσινούς καί κατατρέχουν τούς βουνήσιους.
Η Κάλη τών Οβκών (……) [….]
Η Κάλη τών Οβκών είναι δαιμόνισσα πού έχει μεγάλη δύναμην, καί αυτήν ξέρουν καί τήν διατάζουν οι μάγοι. Έχει κ’ ένα γιόν, πού λέγεται τό Κουτσόν τής Καλής, καί αυτό είναι πολύ γρήγορο καί κάνει ότι τόν προστάζη ο αρχηγός τών δαιμόνων.
Νεράϊδες και Νεράϊδοι (……) […]
Σ τή Βιάννο πώχει πολλά νερά καί πολλά δέντρα, κάθε ποτάμι καί κάθε αυλάκι έχει Νεράιδες. Καί ‘ς τό Λασήθι σέ πολλαίς μεριαίς, μάλιστα ‘ς τή βρύση κοντά ‘ς τού Τζερμιάδου, έχει πολλές Νεράιδες καί πολλούς Νεράιδους.
Οι Γιαλούδες (…….)  [….]
Σέ μιά ρεματιά πού λέγεται Ρουσουνάρα, κοντά ‘ς τήν χώρα, πλένουν όλη τήν ημέρα οι Γιαλούδες. Είναι νέες ασπροφόραις, καί πολλαίς γυναίκες τοίς είδαν νά πλένουν καί ν’ απλώνουν τά ρούχα των ‘ς τόν ήλιο νά τά στεγνώσουν. Καί ς’ άλλα μέρη τής Μύκονος, κοντά σέ στέρναις ή σέ ρέματα είδαν πολλαίς τό καλοκαίρι τοίς Γιαλούδες νά πλένουν μά άμα τοίς ιδεί καμμιά, αμέσως αφανίζονται.

Καμμιά φορά τό καλοκαίρι, όταν κάνη πολλή ζέστη καί δέν σειέται φύλλο, σηκώνεται ένας ανεμοστρόφιλας πού συνεπαίρνει φύλλα κι’ αγκάθια κι’ ότι βρή μπροστά του καί η ζέστη γίνεται μεγαλύτερη, πού πολλών φουσκαλιάζουν απ’ αυτή τά χέρια ή ότι άλλο μέρος τού σώματός των είναι γυμνό. Όποιος λοιπόν βγάζει φούσκαις λέει πώς οι Γιαλούδες τόν πιάσανε, καί τού δίνουν αγιασμό καί τού κάνουν ευκέλαιο γιά νά γιατρευτή. ‘Σ εκείνο τόν ανεμοστρόφιλα ή ύστερα από αυτόν είναι πού φαίνονται οι Γιαλούδες.          
Η Πεγαδίσ’ τρα (………) [….]
Σέ κάθε πηγή είναι καί μία Πεγαδίσ’ τρα. Καί όταν καμμιά κόρη ή καμμιά γυναίκα πηγαίνει πολύ πρωΐ, τή χαιρετάει σιγανά. «Καλημέρα κυρά-Πεγαδίσ’ τρα σάν τιλα τρέσ’ εις εσύ, αέκα νά τρέ’ ση καί η τύχε μου καί σάν τιλα είσαι γεμάτο, αέκα νά γεμίζη καί η σακκούλα μου».
Οι κατσικοπάδαραις Νεράιδες (……… … …….) […]
‘Σ τήν κορυφή τού βουνού χορεύουν πάντα τρείς κοπέλλαις πανώριαις, πού ένα μόνο ψεγάδι έχουνε, πώς τά πόδια τους είναι κατσικήσια. Όποιος άνθρωπος ζυγώση κοντά ‘ς αυταίς θά πάθη. Άν κανείς ανήξερος ή ασυλλόγιστος πατήση ‘ς αυτό τό μέρος, πρώτα τόν αγκαλιάζουν καί τόν φιλούν καί τόν αναγκάζουν κι’ αυτόν νά τοίς φιλήση κ’ ύστερα τόν γκρεμίζουν από ψηλά τούς βράχους καί τόν κατακομματιάζουν.
Η σπηλιά τούν ξου..κών (…..) [….]
Δύο ώραις παρακάτω από τήν κορφή τού Φλάμπουρου είναι κοντά σέ μιά βρύση μιά πού κατεβαίνουν ‘ς αυτή μέ σκαλιά σκαλισμένα ‘ς τό βράχο. Εκεί μέσα μένουν ξανθιαίς. Όποιος πάη κεί, τού παίρνουν τό νού του, καθώς καί όποιος κόψη κάνα δένδρο απ’ τά ρουμάνια πού ναι κοντά. Όταν από τά χωριά τριγύρω βλέπουν μαυρίλα ‘ς τό βουνό καί κακοκαιρία, οι γυναίκες φωνάζουν «μέλι και γάλα ! » γιά νά μήν τοίς πειράξουν οι ξανθιαίς.   
Τό πανηγύρι τών ξωτικώνε (……..) [….]
‘Σ τήν Εξωχώρα σέ ένα λιόφυτο κοντά, τά μεσάνυχτα τά ξωτικά κάνουνε πανηγύρι. Πάνε εκεί καί Ανεράιδες καμμιά φορά, γίνονται γιομάτα, ζεύκια, γάμοι καί μπαγόρδαις. Μία νύχτα δύο εφύγανε από τό χωριό. Ο ένας τά είδε καί είπε τού άλλου νά τραυηχτή. «Γιατί ; είπε : - Δέν βλέπεις τά ξωτικά, πού διασκεδάζουνε ;»

  Μία άλλη νύχτα επεράσανε άλλοι δύο, ο ένας ετραυήχτηκε καί ο άλλος όχι καί έτσι επάρθηκε καί έγινε παραζούζουλο.       
Οι Ανεράϊδες ‘ς τά χωράφια (……………………………) [….]
  Ένας μιά φορά ‘ς τή Νιό, τόνομά του Γιάννης, πήγαινε τά μεσάνυχτα ‘ς τά χωράφια νά μπλέξη κρομμύδια.

  Εκεί βλέπει πολλαίς Ανεράιδες και του φωνάζανε :

  «Δέν ειν’ ώρα ακόμα!» ηθέλανε καί καλά νά τόν κάμουν νά καταλάβη  πώς ήτανε πολλή νύχτα. Ο Γιάννης από τό φόβο του τά παράτησε, κ’ ήφυγε καί πήγε τήν ημέρα.

[Τα ανωτέρω προέρχονται από τους 2 τόμους (Α,Β) του λαογράφου μας Νικολάου Πολίτου εις το έργο του «Παραδόσεις» εκδόσεις «Εργάνη»- Ε.Π.Ε. Αθήναι 1965]
Οι Νεράϊδες του Ράπη (………………  ……  …………..)
 Εις του Ράπη βγαίνουν νεράϊδες και πλένουν και αν δεν έχη ο διαβάτης τσιγάρο ή μαυρομάνικο μαχαίρι, θα τον φάνε ή θα τον ξεράνουνε.
Το Νεραϊδόβουνο (………………  ……………..)
  ‘Σ το Νεραιδόβουνο ακούγεται πολλαίς φοραίς μια βουή, σαν από νταβούλια κι’ άλλα όργανα που παίζουν μακρινά.

  Είναι οι Νεράϊδες που παίζουν εκεί πάνω τάργανα.
Το Νεραϊδόβουνο (…………  ………….)
  Πολλές Νεράϊδες ήσαντε’ς το Νεραϊδοβούνι του Μεζενίκου, ανατολικά της Λάστας και επειδή το Νεραϊδοβούνι είναι άντικρυ του Αγιολιά της Λάστας, ερχόσανε κ’ εκεί και επειδή είναι καταρράχια (Σαλά ράχη, Τζιοβιλάικο αλώνι, Τομή αλώνι, Λέζι αλώνι, Αλωνάκι) εκαθόσανε και εχορεύανε και έπειτα επηγαίνανε ‘ς τον Αγιολιά.

Ύστερα εκατεβαίναν από την Αγιά Παρασκευή, έπαιρναν τοις ράχαις, κ’ έφευγαν.

  Απ’ εκεί εγνωρίστη και η Δημήτρω, η γυναίκα του Νικολού Νικολόπλου, η γριά Νικολού, όπως την έλεγαν τότε, κ’ εγίνηκε νεραιδάρα, κι εγιάτρεψε το Λιάκο Ράλλη.
Το Νεραϊδοβούνι (…………………….)
  Οι Νεράϊδες άμα απαντήσουνε τον άνθρωπο, τον αρχίζουνε τους μπάτσιους και τον κάνουνε που δεν ηξέρει που βρίσκεται ολότελα.

  Νεράϊδες πολλαίς είναι ‘ς το Νεραϊδοβούνι, πού’ ναι πάνω ‘ς το Χιαλμό.
Οι κατσικοπόδαραις Νεράϊδες (……………  …………….)
  ‘Σ την κορυφή του βουνού χορεύουν πάντα τρεις κοπέλλαις πανώριαις, που ένα μόνο ψεγάδι έχουνε, πως τα πόδια τους είναι κατσικήσια.

  Όποιος άνθρωπος ζυγώση κοντά ΄ς αυταίς θα πάθη.

  Αν κανείς ανήξερος ή ασυλλόγιστος πατήση ‘ς αυτό το μέρος, πρώτα τον αγκαλιάζουν και τον φιλούν και τον αναγκάζουν κι’ αυτόν να τοις φιλήση, κ’ ύστερα τον γκρεμίζουν από ψηλά τους βράχους και τον κατακοματιάζουν.
Ο Αράπης κ’ οι Νεράϊδες (……………  …………………)
  Εις την θέση Κομμένο λιθάρι βγαίνει ένας αράπης. Αυτός τραυάει το μακρύ του τσιμπούκι και βαράει τον ταμπουρά και χορεύουν οι Νεράϊδες.
Οι Νεράϊδες στ’ Αλώνια (……………   ………………)
  ‘Σ του Αη Γιώργη ‘ς τα αλώνια το καλοκαίρι, που αλωνίζουν τα γεννήματα, έρχονται οι Νεράϊδες με διάφορα όργανα και χορεύουν.

  Πολλοί ακούν τα όργανα, μα δεν βλέπουν τίποτες.
Οι Νεράϊδες στ’ Αλώνια (…….)
  Οι Νεράϊδες ‘ς το θέρο πηγαίνουν ‘ς τα αλώνια και παίρνουντο σιτάρι.

  Γι’ αυτό όταν αλωνιστεί καλά το σιτάρι και το βγάλουν τα ζώα το βράδυ, αμέσως άμα λύσουν τα ζώα δένουν ‘ς το στυγερό σταυρόχορτο και με το δικριάνι κάνουν σταυρούς εις το λειώμα και το μαζεύουν ευτύς σωρό.

  Όντας θα το λιχνίσουν και αρχίση να πέφτη το σιτάρι καθαρό, κάνουν αμέσως απάνου σταυρό, γιατί το παίρνουν οι Νεράϊδες.

  Το αραποσίτι δεν το παίρνουν και για τούτο δεν κάνουν τίποτε από αυτά.
Τα Μαγγάνια των Ανεράϊδων (Φελλόη Καλαβρύτων)
  Από πάνω από τη Βεργοβίτσα είναι ένας βράχος, η Ευρεστίνα, κ’ έχει μι σπηλιά κοντά ‘ς τη κορφή, σε μέρος που δεν μπορεί να πατήση άνθρωπος και όπου φαίνεται κάθε βράδυ φως.

  ‘Σ αυτή τη σπηλιά έχουνε οι Ανεράϊδες τα μαγγάνια τους που βγάζουν το μετάξι.

  Για να κάμουν το μετάξι τους κλέβουν κουκκούλια από τα σπίτια.

  Και όταν ανεβαίνουν ‘ς τον ορδινό για να πάρουν το κουκκούλι πατούν μερικά νυννιά, και εκείνα ούτε σπάζουν ούτε σαπίζουν, όπως όταν ψοφήσουν μόνα τους, αλλά παστώνονται και ξεραίνονται. Και αυτά τα νυννιά τα φυλάνε οι γυναίκες, και την άλλη χρονιά, που θα θρέψουνε πάλι, τα δένουνε απάνου ‘ς τον ορδινό, και έτσι δε ματαανεβαίνουν οι Ανεράϊδες να κλέψουνε κουκκούλι.

  Ακόμη όντας θέλη καμμιά να θρέψη, την πρωτομαρτιά σύθαμπα παίρνει ένα αυγό και πηγαίνει ‘ς την ακροθαλασσιά χωρίς να μιλήση και τσακίζει το αυγό, και με το τσώφλοιο παίρνει θάλασσα από σαράντα κύματα και γιομίζει ένα μποτιλάκι και ύστερα, αμίλητη πάλι πηγαίνει ‘ς το σπίτι και ρεντίζει τα φύλλα που θα πρωτορήξη, ‘ς τα νυννιά, και βάζει την μποτιλίτσα ‘ς το ορδινό, για να μην τ’ αβασκάνουν οι Ανεράϊδες.

Όντας πάλι θ’ ανεβή ‘ς το κλαρί, φτειάνουνε μια γυναίκα ψεύτικη με φουστάνια, και την στένουνε ‘ς το μέρος που είναι οι παντούραις, και μια γριά κάθεται και παραφυλάει και άμα ακούσει σαματά ‘ς το ορδινό, λέει :

«Ξεφορτωθήτε, Κυράδες μου, εδώ, και φορτωθήτε αλλού».

  Τούτο το λέει τρεις φοραίς, και την αυγή βρίσκει τοις παντούραις γιομάταις κουκκούλι γιατί οι Νεράϊδες, άμα ακούσουν τα λόγια της γριάς, αφίνουνε όσο κουκκούλι έκλεψαν από άλλα σπίτια και φεύγουν.
Η Νεράϊδα του Γέρο Κατσιαβού (……………………   ………..)
  Ο γέρο Κατσιαβός από το Μπεντένι, όντας ήτανε νιός εκαθότανε νι άβολά σε νιά ακροποταμιά, κ’ επήγε νιά νεράϊδα ντυμένη σα βλάχα με ολόχρυσα μαλλιά και ωραία πλιά που δεν είχε την όμοιά της, και τον αγκάλιασε, και από τότενες τον έπαιρνε ουλοένα απόκοντα.

  Μα εκείνος δεν την ήθελε κι ούλο της εξέφευγε.

  Νιά βολά τον βρίσκει το μεσημέρι και του λέει :

  «Να χωρίσης την γυναίκα σου και να στεφανωθής εμένανε.

   Έννοια σου, λέει ο Κατσιαβός, ετούτο μας έλειπε» 

  Τη νύχτα που επήγε να κοιμηθή με τη γυναίκα του, να σου κ’ έρχεται η Νεράϊδα, ομορφότερη από ούλαις τοις φοραίς, και γδένεται και πέφτει στη μέση, κοντά στον Κατσιαβό γυρωμένη.

  Κάπως κάνει να την διώξει και να την αποπάρη με τοις βρισιαίς, σηκώνεται, μάτια μου, και τον βουτάει ‘ς το λαιμό να τον πνίξη.

  Της αρπάζει το χέρι ο Κατσιαβός, και την σπρώγνει ύστερα αρπάζει το καρυοφύλλι και πάει να της ρήξη μα κείνη εχάθηκε.
Οι Νεράϊδοι (……………………   ………………………)     
  ‘Σ τού Κομίνη, ‘ς τοίς Χωταίς και ‘ς το Μισοβούνι βγαίνουνε Νεράϊδες.

  Όντας περάση άνθρωπος τον καλοπιάνουνε να πάη κοντά τους, κι άμα πάη του λένε πειστικά λόγια ίσια με που τον φέρνουνε στα νερά τους, και τον πείθουνε να κοιμηθούνε αντάμα.

  Οι Νεράϊδες εκείναις είναι όμορφαις, που άμα τοις ιδή κανείς ζουρλαίνεται από την αγάπη, και σαν του ειπούνε τρία λόγια πηγαίνει κοντά τους ‘ς τοις σπηλιαίς.

  Δεν παιρνάει πολύς καιρός και γεννάνε οι Νεράϊδες, κι αφίνουνε τα παιδιά τους απάνου σε κάνα κλαρί, ντυμένα με όμορφα μεταξωτά μαντήλια, ή κοντά σε νερό, κι’ έρχεται ο πατέρας και το παίρνει.

  Καμπόσαις τα κρατάνε και τα μαθαίνουνε άλλες γλώσσαις.

 Τα σερνικά απ’ αυτά λέγονται Νέραϊδοι.
Ο Αγαπητικός της Νεράϊδας (…………  …………   ……………)
  Μερικοί έχουν αγαπητικαίς, Νεράϊδες, και φεύγουν τη νύχτα από τοις γυναίκαις των και πάνε ‘ς αυταίς.

  Λένε μάλιστα για έναν από τον τόπο μας, δεν πάνε πολλά χρόνια, που είχε μια Νεράϊδα, και μια φορά που έπαιζε αυτή πολύ μαζί του και εκουράστη, έμεινε ως την αυγή, και έτσι την είδαν [Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1961, «Παραδόσεις του Μοριά», Νικολάου Πολίτου]
  Η Συντρόφισσα των Νεράϊδων (…………………    ……………)
  Μιά ‘ς το χωριό μας, που είχε παιδιά ηλικιωμένα, έφευγε κατά καιρούς από το σπίτι της, κ’ εφώναξε.

  «Καρτεράτε  με και σας έφτασα !»

  Πότε την κρατούσαν με την βία ‘ς το σπίτι τα παιδιά της και δεν την άφιναν, πότε τους ξέφευγε και την εύρισκαν ύστερα όξω μακριά, και την γύριζαν ‘ς το σπίτι.

  Σαν περνούσε λιγάκι ώρα, ερχόνταν ‘ς τα συγκαλά της και την ερωτούσαν τι της συνέβη έλεγε πως παρουσιαζόταν κάτι γυναίκες και άν δεν κινηθή μαζί τους την τρώνε.  

  Τέλος θα δούμε ότι χωριά – οικισμοί ή τοποθεσίες που λόγω λαϊκών παραδόσεων με νεράϊδες, όπου τα όνομά τους δηλώνουν την ύπαρξη νεράϊδων.
[Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1964, «Παραδόσεις του Μοριά», Νικολάου Πολίτου, προ-922 &]
Οι Φτερωταίς Νεράϊδες (…………  ……………… )  

  Εκεί και Νεράιδες άσκημαις, μαύραις σαν αράπισσαις, και έχουνε μεγάλα φτερά σάν αιτού άλλ’ λέν (‘ς το χωριό Ροϊνό)
 Η βιβλιογραφία αποκρύπτεται, επειδή αναπαράχθηκαν άρθρα του συγγραφέως άνευ αναφοράς του ονόματός του, της ιστοσελίδος αλλά και του βιβλίου του συγγραφέως Ομήρου Ερμίδη με τον τίτλο «Αναμνήσεις από το μέλλον του χθες», 2019
- Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου