Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

Λαϊκή Ιατρική, Ξόρκια και Γητειές της Κύπρου (μέρος α)



Δεν υπάρχει χώρα και λαός όπου, εκτός από τα φώτα της ιατρικής επιστήμης, οι άνθρωποι να μη καταφεύγουν και στους εμπειρικούς λεγόμενους γιατρούς που, όταν τύχει και δεν είναι αγύρτες και
εκμεταλλευτές της άγνοιας των απλοϊκών ανθρώπων - δηλαδή κατά το κοινώς λεγόμενο «κομπογιαννίτες» - καταφέρνουν με τα γιατροσόφια τους να φέρουν κάποτε και κάποιο θεραπευτικό αποτέλεσμα στον άρρωστο. Αυτοί συνήθως, σαν μακρινοί απόγονοι του Ασκληπιού και του Ιπποκράτη, με το πρωτόγονο ένστικτό τους ή από πείρα ή από μακρόχρονον ατταβισμό ορμώμενοι καταφεύγουν κυρίως στο φυτικό βασίλειο όπου, μέσα στα μύρια είδη του βοτανικού του θησαυρού, ξέρουν - από πείρα ή από παράδοση - να ξεχωρίσουν τούτο ή εκείνο το χόρτο, τη ρίζα ή το φύλλο, τον ανθό ή τον καρπό, που τον ανακατεύουν με διάφορες άλλες ζωικές ουσίες - γάλα, μέλι, ξίδι, κρασί, λάδι, ακόμη και με ποντικόλαδο, με βδέλλες, βατράχους και άλλα αηδιαστικά πράγματα - πιστεύοντας πως φέρνουν θεραπευτικό αποτέλεσμα στην κάθε αρρώστια. Πολλές φορές η εφαρμογή της θεραπείας συνοδεύεται και από την κατάλληλη επωδή, δηλ. τη γητειά, που σημαίνει ξόρκι που απαγγέλλεται από τον γητευτή ή τη γητεύτρα πάνω στον άρρωστο, με επίκληση στον Χριστό, στην Παναγία, στους Αγίους Αναργύρους και σε πολλούς άλλους αγίους, ενώ ταυτόχρονα τον καπνίζουν με άνθη του Επιτάφιου ή τον ραντίζουν με αγιασμό. Στους κατοίκους της υπαίθρου - όπως και σε άλλα μέρη - υπάρχουν λαϊκοί γιατροί και γιάτραινες  που καταπιάνονται με τη θεραπεία «πάσης νόσου και πάσης μαλακίας» ψιθυρίζοντας τις επωδές των πολλές φορές με λόγια ακατανόητα ή με φράσεις αγιωτικές.
Οι επωδές με τους εξορκισμούς των συνοδεύονταν τις πρωτόγονες εποχές από χορούς και μαγικές ιεροτελεστίες με σκοπό τη θεραπεία άρρωστων ανθρώπων και ζώων, την ευφορία των καρπών της γης και το διώξιμο των σκοτεινών πνευμάτων από κάθε ανθρώπινη ζωή και πράξη. Ιδιαίτερα οι ανατολικοί λαοί, Αιγύπτιοι, Ινδοί, Χαλδαίοι, εφάρμοζαν σε κάθε περίσταση τους ανάλογους εξορκισμούς μαζί με τη μαντική, τη μαγεία, και τις προρρήσεις για το μέλλον. Αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες επίστευαν στην ευεργετική επίδραση των επωδών, αν θυμηθούμε τον Όμηρο που αναφέρει στην Οδύσσεια του (τ 457-458) πως οι γιοί του Αυτόλυκου δέσανε με τέχνη τη λαβωματιά του θείου και αψεγάδιαστου Οδυσσέα και σταμάτησαν με επωδό το μαύρο αίμα της πληγής του. Ακόμη και οι Ρωμαίοι συνόδευαν κάθε ιατρική τους πράξη με τους κατάλληλους εξορκισμούς, με καθαρμούς και θυσίες.
Η λαϊκή ιατρική της Κύπρου εφαρμόζεται στα χωριά, σαν προγονική παράδοση, με όλες τις σχετικές «γητθκιές» που άλλοι τις λένε πάνω από τον άρρωστο ή τες μελετάνε τη νύκτα στα άστρα και στο φεγγάρι.
Με τη δημώδη ιατρική του νησιού έχουν ασχοληθεί ντόπιοι επιστήμονες - γιατροί, ιστορικοί, καθηγητές και δασκάλοι που αγάπησαν τη λαογραφία της πατρίδας τους και τη μελέτησαν με θερμό ζήλο, συγκεντρώνοντας σε αξιόλογα βιβλία το ποικίλο και πλούσιο υλικό της. Από τους κυριότερους εστάθηκαν ο γιατρός Νεοκλής Κυριαζής και ο ιστορικός Ξενοφών Φαρμακίδης - για να αναφέρουμε τους γνωστότερους - πολυγραφότατοι και οι δύο λαογράφοι που δεν υπάρχουν πια. Από τους νεώτερους γιατρούς έχουν ιδιαίτερα ασχοληθεί με τη δημώδη ιατρική οι Κύπρος Χρυσάνθης, ταυτόχρονα ποιητής του έντεχνου και του πεζού λόγου, και ο βαθυστόχαστος Γ. Σπανόπουλος. Ο γυμνασιάρχης Κυριάκος Χατζηϊωάννου, εμπνευσμένος συγγραφέας και ερευνητής, έχει αφιερώσει στη λαογραφία του νησιού και ιδιαίτερα στη λαϊκή του ιατρική πολύτιμες μελέτες. Δεν ξέρει κανείς τί να πρωτοξεχωρίσει και για τί να πρωτομιλήσει πάνω σ' αυτές. Ελάχιστα δείγματα θ' αναφέρουμε αρχίζοντας από τον Ξ. Φαρμακίδη («Κυπριακή Λαογραφία»), που είναι ο παλαιότερος, και καταγράφοντας την κάθε συνταγή του πάνω σε γενικότερη και πιο απλουστευμένη γλωσσική μορφή. Μας λέει λοιπόν τα ακόλουθα:



Για τη Θεραπεία του Πυρετού

Όταν από τα χωριά περνούν ατσίγγανοι με αρκούδες, οι αγρότες αγοράζουν τρίχες από την αρκούδα, τις καίνε στο καπνιστήρι και καπνίζουνε τον άρρωστο με τον καπνό τους.

Αν ο πυρετός συνοδεύεται από ρίγος, ο γητευτής παίρνει τότε τρία φύλλα αγιασμένης ελιάς της Μεγάλης Πέμπτης· στο πρώτο φύλλο γράφει: «ζάγος, δράγος, δίδυμος» στο δεύτερο «Ιησούς Χριστός» και στο τρίτο «φαΐνι πάσι». Έπιτα βάζει τα τρία φύλλα σε λίγα αναμμένα κάρβουνα και θυμιατίζει με τον καπνό τους τον άρρωστο τρεις φορές γύρω απ' το κεφάλι του. Τέλος ρίχνει τη στάχτη τους σε ποτήρι με νερό και του το δίνει να το πιει.

Θεραπεία για τη στείρωση της γυναίκας

Η γυναίκα που θέλει ν' αποκτήσει παιδί παίρνει βδέλλες, τις κρεμάει πάνω από τον καπνό του τζακιού όσο να ξεραθούν. Έπειτα τις κοπανίζει να γίνουν σκόνη. Αυτή τη σκόνη τη ρίχνει σε νερό και το πίνει «βρόκκον- βρόκκον», δηλ. γουλιά-γουλιά, λέγοντας: «Καθώς κολλούν οι βδέλλες τούτες πάνω στον άνθρωπον, έτσι να κολληθεί παιδίν πάνω στην μήτραν μου».

Θεραπεία των σκαθθάρων

Σκάθθαρους λένε στην Κύπρο τους κάλους των ποδιών, και τους θεραπεύουν με τον ακόλουθο τρόπο: Παίρνουν ένα κλαδί από άνυδρη ροδοδάφνη (να μην είναι φυτρωμένη κοντά σε νερά) και σ' ένα από τα φύλλα του κλαδιού κάνουν τρεις φορές το σημείο του σταυρού λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.» Έπειτα τραβούν το φύλλο ώστε να αποσπασθεί από το κοτσάνι με το φλούδι, μελετώντας τ' ακόλουθα: «Έτσι να σκιστεί κι ο σκάθθαρος του... » Θάφτουν ύστερα το φύλλο κάτω από μια πέτρα και, όταν αυτό αρχίζει να σαπίζει, τότε και ο κάλος ξεριζώνεται. Σε περίπτωση που οι κάλοι είναι πολλοί, σε άλλα τόσα φύλλα γίνεται το ίδιο όπως και για το ένα που περιγράψαμε πιο πάνω.

Για το δέσιμο του ανδρογύνου

Όταν την πρώτη νύχτα του γάμου, που οι αρχαίοι Έλληνες την έλεγαν «η μυστική νυξ», ο γαμπρός αδυνατεί να εκτελέσει το συζυγικό του καθήκον, η θεραπεία του κακού γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο, που παίρνει τη μορφή ιεροπραξίας: το πρωί αφού ξημερώσει, ο γαμπρός πηγαίνει στον μάγο του χωριού, που είναι και γητευτής κι αυτός τον συμβουλεύει με αυτά τα λόγια: «Να πάρεις 3 κυπαρισσόφυλλα και αμίλητο νερό από τρία πηγάδια και να τα βράσεις.» Αφού το ανδρόγυνο βάλει σ' ένα αγγείο το θερμό νερό, να κάμει τρεις γύρους - πρέπει και οι δύο να είναι γυμνοί - γύρω απ' αυτό, απαγγέλοντας το κοντάκιο του Αγίου Κυπριανού: «Εκ τέχνης μαγικής επιστρέψας, θεόφρων, προς γνώσιν θεϊκήν ανεδείχθης τω κόσμω ακέστωρ σοφώτατος, τα ιάδεις δωρησάμενος τοις τιμώσι σε, Κυπριανέ, συν Ιουστίνη, μεθ' ης πρέσβευε τω φιλανθρώπω Δεσπότη σωθήναι τους δούλους σου.» Έπειτα το ανδρόγυνο λούζεται μ' αυτό το νερό και το κακό θεραπεύεται.

Γήτεμαν της κουφής

Όταν θέλουν να σκοτώσουν την κουφή (έχιδνα), για να τη ναρκώσουν και να μη δαγκάσει τον άνθρωπο της διαβάζουν την ώρα που κοιμάται, σταυρώνοντάς την τρεις φορές τούτη τη γητθκιά: «Άϊ- Λουκά , φουκά, στεροπενταδάχτυλε, σύρε και χαλίνωσε τον όφιν και την όφισσαν, ώστε να ξημερώσει. Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.»


Γήτεμαν του αλουπού

Ο Νεοκλής Κυριαζής στη «Δημώδη Ιατρική» και «Σύμμικτα» του (Κυπρ. Χρονικά, τομ. Δ') μας περιγράφει σε μια επωδό του πώς γίνεται από τους χωρικούς η «γητειά του αλουπού», δηλ. το γήτεμα της αλεπούς, που την αποδίδουμε εδώ σε απλούστερη γλωσσική μορφή: «Ένας από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του βοσκού είναι και ο παμπόνηρος «αλουπός» που πολλές φορές ξεφεύγει από την άγρυπνη προσοχή του βοσκού και πνίγει ένα ή περισσότερα πρόβατα. Γι' αυτό οι βοσκοί, που συνήθως οπλοφορούν, στήνουν αμείλικτο πόλεμο στην κάθε αλώπεκα που θα συναντήσουνε στο δρόμο τους. Τυχαίνει άλλοτε ένα ή περισσότερα πρόβατα, χωρίς να το προσέξει ο βοσκός, να «κόψουν πίσω» και να παραπλανηθούν τη νύκτα χωρισμένα απ' το κοπάδι. Μόλις ο βοσκός το αντιληφθεί, από φόβο μήπως τα κυνήγησε η αλεπού και ελπίζοντας ότι θα τα βρει, τρέχει πρώτα ειδικό γητευτή που διαβάζει την ακόλουθη γητειά: «Έρχομαι 'που την Αλεξανδρινήν μου χώραν και πααίνω (πηγαίνω) στην πολιτικήν μου πόλιν, φέρνω πέντε άρνους, πέντε αμνάδες, πέντε τούκλους, πέντε ερίφους, πέντε έριφες. Ενυχτώχηκα στο όρος των Ελαίων και το σταυροπελεκητό. Έστρωσα την νεκατικήν (κλίνη) μου κ' έππεσα (επλάγιασα). Ήρτεν το κάθαρτον (ακάθαρτον) αλούπι κ' έφαν τα πρόβατά μου ούλα. Σηκώνομαι κλαμώντας, θρηνώντας και τον Θιόν (Θεόν) παρακαλώντας. Έμπλασέν μου (με συνάντησε) ο δεσπότης ο Χριστός κ' είπεν: είντα ΄χεις, έλενον (δύστυχο. ελεεινό) παιδί και κλάεις και θρηνίζεις και τα δέντρα μαρανίζεις; (Ξαναλέγεται από την αρχή ως τη φράση: σηκώνομαι κλαμώντας...»

Να πιάσεις σκουλλί (στουπί) αβούρτσιστον ΄που μάναν και ΄που κόρην» Το όλο επαναλαμβάνεται τρεις φορές. Ύστερα παίρνουν το σκουλλί, το περνούν από το τερστέλλι (κρίκος, χτυπητήρι της εξώπορτας) και δένουν κάθε φορά από έναν κόμπο εναφέροντας την κάθε μέρα της εβδομάδας. Πρώτη αναφέρεται η μέρα που γίνεται η γητειά. Δένοντας λοιπόν τον κάθε κόμπο με το σκουλλί λένε: «Αλουπόν Τριτιανόν και δένω κόμπον»· «αλουπόν Τετρακιανόν, Πεφτεκιανόν, Παρασκευτικόν, Σαββατιανόν, Κερκανόν, Δευτερκιανόν.» Σε κάθε μια από αυτές τις λέξεις προηγείται η λέξη «αλουπόν» και η φράση «και δένω κόμπον». Λέγοντας όλα αυτά τους άλλους έξι κόμπους του δένουμε, τον τελευταίο όμως, δηλαδή τον κόμπο για την τελευταία ημέρα, κάνουμε τάχα πως τον σφίγγουμε, όμως πριν πούμε τα ακόλουθα:

«Γήννω (δήννω, δένω) και βαώνω (κλείνω) τες εβδομήκοντα βλέες (φλέφες) του λαιμού του αλουπού, τα δόντια του καρφιά και τα μάτια του γυαλλιά να μεν έχει νοίκον (δύναμη) να πάει εις την κουβέλλαν (προβατίνα) του δείνος (του δείνα) πόφοκεν εις το τάδε μέρος. Μόνον να πάει εις το όρος των Ελαίων και να λαρτομουστακιάσει (να φάει λέμαργα, να λερώσει το μουστάκι του με το λαρδί).» Τότε σφίγγουμε τον κόμπο και τον δένουμε σφιχτά, αφού πούμε όλα τα παραπάνω λόγια, γιατί επικρατεί η πεποίθεση πως, αν γίνει αλλιώτικα τούτη η θεραπεία, «δεν δήννεται ο αλουπός» και η γητειά πάει χαμένη. Όταν η γητειά επιτύχει, είναι δυνατό να συναντήσουμε τον αλουπό μαζί με τα χαμένα πρόβατα να παίζει μ' αυτά χωρίς να μπορεί να τα φάει.

Γητειά του λιμπούρου

Υπάρχουν πολλές γητειές για να ξορκίζουν τους λίμπουρους (μερμήγκια). Μια απ' αυτές είναι και τούτη: Μ' ένα μαχαίρι μαυρομάνικο κάνουν το σημείο του σταυρού πάνω από τη φωλιά των λίπουρων και λένε αυτή τη γητειά: «Λίμπουρε, τριλίμπουρε, στην μέσην διακομμένε. Χαιρετά σε η μάνα σου η χιλιακού και ο κύρης σου ο Μαρτέζος. Να πιάσεις το φουσάτον σου και να πάει άρκον (άγριο) όρος. Έχει λίβανον και φακήν, να φάεις να χορτάσεις. Αν και παρακούσεις του Αγίου Θεού και του αρκαγγέλου, έννα (θα) στείλω την μαυροκλωσσαρκάν (μαύρη κλάσσα) με τα πουλλιά της να φάει το φουσάτον σου να μεν μείνει κανένας.» 

Άλλη παρόμοια γητειά καταλήγει με την εξής απειλή: «να πιάσεις την συνεπαρτσιάν σου (συντροφιά, οικογένεια) και να πας στα μαύρα όρη, πα στα βουνά γιατί έρκεται ο βασιλειάς Αλέξανδρος με τα φουσάτα του και τσαλαπατά σε και σκοτώνει σε.»

Ας δούμε τώρα τί μας λέει στο βιβλίο του  «Η Λαϊκή Ιατρική εν Κύπρο» ο διαπρεπής γιατρός της Λευκωσίας Γ. Σπανόπουλος, που έχει μαζέψει πλήθος συνταγές λαϊκής ιατρικής, με τις γητιές και τα ξόρκια τους από το ίδιο το στόμα του λαού:

Πώς γιατρεύεται η λύσσα

Εκείνος που τον δάγκωσε λυσσασμένο σκυλί πρέπει ύστερα από σαράντα ημέρες να βγει έξω κατά το «βούττημαν» του ήλιου και, συνοδευμένος από συγγενείς και φίλους, να πλανιέται στα χωράφια ξάγρυπνος ως την άλλη μέρα το πρωί που θ' ανατείλει ο ήλιος, ενώ οι συνοδοί του σ' αυτό το διάστημα διασκεδάζουν με βιολιά και τούμπανα κάνοντας μεγάλο θόρυβο. Μόλις τελειώσει αυτή η διαδικασία, που οι χωρικοί τη λένε «σκυλλόγαμο», βάζουνε τον άρρωστο να κοιμηθεί ως την άλλη μέρα.

Πηγές: «Λαογραφικά Κύπρου», Κυριάκου Χατζηιωάννου

             «ΚΥΠΡΟΣ», τόμος Β',  Αθηνά Ταρσούλη



http://seliniartemisekati.blogspot.gr/- Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος(link ). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου